- ναυαγιαιρεσιακός
- η , όν мор. спасательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυαγιαιρεσιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυαγιαιρεσία («ναυαγιαιρεσιακές επιχειρήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγιαιρεσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek